Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οργώνω [orγóno] -ομαι Ρ1 : I. σκάβω την επιφάνεια του εδάφους με αλέτρι ή τρακτέρ για να το καλλιεργήσω: ~ το χωράφι. Σκορπάει το σπόρο στην οργωμένη γη. II. (μτφ.) 1. κάνω βαθουλώματα, συνήθ. στενόμακρα, επάνω σε μια επιφάνεια: Οι ρόδες των αυτοκινήτων όργωσαν το χωματό δρομο. Περιοχή οργωμένη από τις οβίδες. 2. (κυρ. για το ανθρώπινο σώ μα) α. προκαλώ ρυτίδες: Tα χρόνια είχαν οργώσει το μέτωπό του. Πρόσωπο οργωμένο από τα βάσανα. β. προκαλώ μακρόστενα σημάδια ή πληγές: Tου όργωσε τη ράχη με το μαστίγιο. 3. διασχίζω, διατρέχω ένα χώρο, μια περιοχή σε διάφορες κατευθύνσεις: Ποδοσφαιριστής που οργώνει το γήπεδο. ~ τα βουνά / τα κύματα / τις θάλασσες. Ελληνικά καράβια όργω ναν τη Mεσόγειο κατά την αρχαιότητα. Όργωσαν πόλεις και χωριά δίνο ντας παραστάσεις. Tα στελέχη του κόμματος οργώνουν την ύπαιθρο πριν από τις εκλογές.
[*εργώνω < έργ(ο) -ώνω με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- οργώνω.
-
- Σκάβω τη γη με το άροτρο συν. πριν από τη σπορά, οργώνω:
- μη οργώσεις με βοΐδι και με γαϊδούρι αντάμα (Πεντ. Δευτ. XXII 10).
[<ουσ. όργον + κατάλ. ‑ώνω ή <αρχ. οργάω αναλογ. με ρ. σε ‑ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Σκάβω τη γη με το άροτρο συν. πριν από τη σπορά, οργώνω: