Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οργαντίνα η [orγandína] & οργκαντίνα η [organdína] Ο25α : βαμβακερό ύφασμα λεπτό και διαφανές συνήθ. έντονα κολλαρισμένο.
[οργκ-: παλ. ιταλ. organtina (όπως και το οργάντζα)· οργ-: λόγ. ορθογρ. δαν.]