Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οργίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οργίζω· αόρ. εργίστην.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Προκαλώ το θυμό κάπ., εξοργίζω κάπ.:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [180]).
    • 2) Εκδηλώνω την οργή μου εναντίον κάπ., τιμωρώ:
      • ο δε οργιζόμενος υπό του κυρίου αυτού θεωρεί (ενν. κατ’ όναρ) φυλακάς και μάστιγας (Μάρκ., Βουλκ. 35025· 35018).
  • II. Μέσ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Θυμώνω, οργίζομαι εναντίον κάπ.:
        • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IX 79
        • (με γεν. ή αιτιατ. προσώπου):
          • όταν ο Θεός οργισθεί ενός λαού διά τες αμαρτίες τους … (Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 24
          • ο Θεός πολλά τους οργίσθη (Βησσαρ., Διαθ. 236127
        • (εδώ και με σύστ. αντικ.):
          • οργίσθην του όργηταν πολλήν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2135).
      • 2) Εκδηλώνω την οργή μου εναντίον κάπ., τιμωρώ:
        • εχόλιασεν ο Θεός … κι έδωκε νίκος των Φραγκών και των Ρωμαίων οργίστη (Χρον. Μορ. H 4802· Καρτάν., Π.Ν. Διαθ. φ. 369v).
      • 3) Αποστρέφομαι, αποφεύγω κάπ. ή κ.:
        • εμαύρισεν η γιόψη μου … κι οι κορασές μ’ οργίζουνται και δε μπορά με δούσι (Πανώρ. Δ́ 15
        • οργίσου των των αζαριών από τον νουν σου ας έβγουν (Σαχλ. N 11)0
      • 4) Μισώ, απεχθάνομαι:
        • (Φαλιέρ., Ρίμ. 83
        • οργίζουνταί τον (ενν. τον πλούσιον) πάντες (Σαχλ. Β́ P 147).
      • 5) Καταριέμαι:
        • ο Θεός … οργίστηκέ την (ενν. την αχελώνα) και είπε την να το κρατεί το σπίτι της μαζί της (Αιτωλ., Μύθ. 10414· Σουμμ., Ρεμπελ. 1667).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Καταλαμβάνομαι από οργή, θυμό:
          • (Βίος Αλ. 937), (Ιστ. πατρ. 1383), (Θρ. Κων/π. Β 95
          • (με τις προθ. εις, επί, απάνου και αιτιατ.):
            • (Χρον. Τόκκων 659
            • οργίστην ο Μωσέ ιπί τους αναγραμμένους του φουσσάτου (Πεντ. Αρ. XXXI 14
            • οργίστην ο Κύριος απάνου σας να ξαλείψει εσάς (Πεντ. Δευτ. ΙΧ 19
        • β) (ως απρόσ. με γεν. προσώπου):
          • οργίστην του Κάιν πολλά (Πεντ. Γέν. IV 5· Αρ. XVI 15).
  • Φρ. οργίζεται ο θυμός μου = οργίζομαι:
    • (Πεντ. Αρ. XI 33, Γέν. XXX 2).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Κακομοίρης, δύστυχος, ταλαίπωρος:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 1146
      • έρχονταν εκείνοι οργισμένοι, οπού τους επιάσασι στον πόλεμον για σκλάβους (Θησ. Β́ [913]).
    • 2) Καταραμένος:
      • Απέχετ’, οργισμένοι από την χάριν του θεού, εσείς καταραμένοι (Ρίμ. θαν. 101
      • τόπον οργισμένον (Χούμνου, Κοσμογ. 1115
      • (υβριστ.):
        • η κούρβα η οργισμένη (Σαχλ. Β́ PM 663).
  • [αρχ. οργίζω.Το μέσ. οργίζομαι και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες