Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οραματίζομαι [oramatízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1. δημιουργώ ένα όρα μα, έναν εξιδανικευμένο στόχο στον οποίο επικεντρώνονται οι ελπίδες μου ή αποβλέπουν οι ενέργειές μου: Οραματίζεται έναν κόσμο χωρίς πολέμους και κοινωνική αδικία. 2. (σπάν.) βλέπω όραμα.
[λόγ. < ελνστ. ὁραματίζομαι `κοιτάζω΄ κατά τις σημ. της λ. όραμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- οραματίζομαι· 'ροματίζομαι.
-
- Παρουσιάζομαι στο όνειρο κάπ.:
- να σας δείξω και τείντα θαύμαν εροματίστην μιας γυναίκας περί την Κύπρον (Μαχ. 6483‑4).
[μτγν. οραματίζομαι. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Παρουσιάζομαι στο όνειρο κάπ.: