Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορίστε [oríste] : επιφωνηματική έκφραση με πολλαπλή χρήση. 1α. ευγενική απάντηση στο κάλεσμα κάποιου: Γιώργο! -~ μαμά! Γκαρσόν. -~· τι θέλετε; β. απάντηση στο τηλέφωνο: Σήκωσε το ακουστικό και είπε: ~! (Nαι) ~! ~, παρακαλώ. γ. με προστακτική ή κάποια άλλη ισοδύναμη έκφραση ή με ερωτηματική πρόταση: ~ καθίστε. ~ τι επιθυμείτε / τι θέλετε; ~ σας ακούω! δ. σε ευγενική παράδοση, προσφορά ενός πράγματος: ~ τα βιβλία που ζητήσατε. ~ τα καφεδάκια σας! ~ τα ρέστα σας! ~ τα χρήματα που μου ζητήσατε! || Ορίστε, όταν κερνάμε έναν καλεσμένο. ε. (συχνά με επιρρηματικό τοπικό προσδιορισμό) σε ευγενική πρόσκληση ή σε παράκληση προς τους επισκέπτες: ~ κι από το σπίτι μας. ~ από εδώ. ~ (περάστε) μέσα. 2. για να δηλώσει: α. έκπληξη και αποδοκιμασία ή ειρωνεία προς τη συμπεριφορά ή τα λόγια κάποιου: ~ μας δεν είναι κατάσταση αυτή! ~ χάλια! ~ έγινε άνθρωπος και μιλάει! / ~ ακόμη δε βγήκε από το αυγό και μιλάει! β. επιθυμία για διευκρίνηση πραγματική (π.χ. σε λόγια που δεν ακούσαμε καλά) ή ειρωνική: ~, πώς είπατε; ~, δεν κατάλαβα καλά;
[προστ. πληθ. του ρ. ορίζω (σύγκρ. όρσε)]