Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορίζων ο.
-
- Οπτικό πεδίο, έκταση που βλέπει κανείς:
- επιστήριξέ (ενν. το κτήνος) τε την χηλήν του ποδός εν τῳ ορίζοντι της όψεως αυτού (Ψευδο-Σφρ. 5025)·
- (σε παρομοίωση):
- Ως οδηγός γαρ πέφυκεν ως γίγαντος ορίζων η σωφροσύνη (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 173).
[αρχ. ουσ. ορίζων. Τ. ορίζοντας και σήμ.]
- Οπτικό πεδίο, έκταση που βλέπει κανείς: