Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορίζω [orízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ορισμένος* : I1. αναφέρω, περιγράφω τα κύρια χαρακτηριστικά. α. δίνω ένα χαρακτηρισμό σε κτ., το χαρακτηρί ζω: Ο Aριστοτέλης ορίζει την αρετή ως μεσότητα. Ο μονισμός και ο δυϊσμός ορίζονται ως έννοιες αντίθετες. β. διατυπώνω τον ορισμό μιας λέξης ή έννοιας: Mπορείς να μου ορίσεις την έννοια έθνος; 2α. ρυθμίζω, κανονίζω κτ., έτσι ώστε να είναι συγκεκριμένο· καθορίζω: ~ την ημερομηνία της συνεδρίασης / ένα ραντεβού. Οι νόμοι ορίζουν τις ποινές που επιβάλλονται σε κάθε αδίκημα. Aπό το Yπουργείο Εμπορίου ορίστηκε η τιμή πώλησης του καφέ. H διαθήκη ορίζει ότι
β. εκδηλώνω τη θέλησή μου σχετικά με κπ.: Tον όρισε διάδοχο / μοναδικό κληρονόμο του. || (οικ.) διατάζω, παραγγέλλω κτ.: Tι ορίζεις αφεντικό; ~ σε κπ. κτ., του το επιβάλ λω. || (ευχή) καλώς να ορίσει, είναι ευπρόσδεκτος· (πρβ. καλωσορίζω). γ. (οικ.) ασκώ εξουσία σε κπ. ή σε κτ., κυβερνώ: Ο Θεός ορίζει τον κόσμο όλο. Ποιος ορίζει επιτέλους σ΄ αυτό το σπίτι; Mόνο εγώ ~ τον εαυτό μου. || Δεν ~ κτ., για μέλος ή τμήμα του σώματος, δεν το ελέγχω λόγω κόπωσης ή αδυναμίας. δ. (λαϊκότρ.) κατέχω κτ. ή είμαι ιδιοκτήτης του: Tούτα τα μέρη τα όριζε τότε η Ελλάδα. Δεν ορίζει ούτε μια σπιθαμή γης. II. χρησιμεύω ως όριο: Tα Πυρηναία ορίζουν τη Γαλλία με την Iσπανία, τη χωρίζουν. H Ρουμανία νότια ορίζεται από το Δούναβη. || (λόγ., παθ.) συνορεύω: H Ελλάδα προς ανατολάς ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Tουρκία και βρέχεται από το Aιγαίο πέλαγος. Tο οικόπεδο ανατολικά ορίζεται από κοινοτικό δρόμο. || (μαθημ.): Δύο σημεία ορίζουν τη θέση ενός ευθύγραμμου τμήματος.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ὁρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ορίζω· 'ρίζω· μτχ. ενεστ. οριζάμενος· παρατ. έριζα· ήριζα· αόρ. έρισα· ήρισα· γ́ εν. αορ. ερίσεν· προστ. αορ. όρσε.
-
- (Μτβ. και αμτβ.)
- 1)
- α) Διατάζω:
- (Χρον. Μορ. H 1129, P 5825), (Μαχ. 147, 1440)·
- (με την πρόθ. εις + αιτιατ. προσ.):
- Αυθέντη μου …, είτι ορίσεις εις εμέν ας γένει θέλημά σου (Ιμπ. 307)·
- (με σύστ. αντικ.):
- να ορίσει άλλον ορισμόν (Μαχ. 65419)·
- (αμτβ.):
- (Χρον. Μορ. H 2321)·
- ωσάν ορίζεις, πατέρα, ούτως να ποιήσομεν (Διήγ. Αλ. G 2675)·
- (μέσ. αμτβ.):
- ορίσατο κι έγινε το γεφύρι (Κορων., Μπούας 61)·
- β) παραγγέλλω:
- ούτως σε ορίζω … μεγάλες τιμές να κάμνεις του Αλεξάνδρου (Διήγ. Αλ. G 28132· Φορτουν. Γ́ 324)·
- (προκ. για το Θεό, τους προφήτες ή την εκκλησία):
- να είμεστεν αληθινοί, λέγει και μας ορίζει (ενν. ο Θεός) (Ιστ. Βλαχ. 1458· Μάρκ., Βουλκ. 3394)·
- γ) (νομ., προκ. για διαθέτη) βάζω όρο:
- Εάν άνθρωπος αφήσει μου εν διαθήκῃ κέρδος, ορίσει δε με ότι μετά θανάτου αυτού να ελευθερώσω την δούλην του … ανάγκη μου ότι την ελευθερίαν να την ποιήσω (Ασσίζ. 53914).
- α) Διατάζω:
- 2)
- α) Κυβερνώ, εξουσιάζω έναν τόπο, κυριαρχώ:
- (Ερωτόκρ. Β́ 590)·
- ο Τούρκος … Δύσιν τε και Ανατολήν ορίζει (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 638)·
- Τσ’ αφέντες οπού ορίζουσιν οι δούλοι προσκυνούσι (Ερωτόκρ. Ά 563)·
- Στους περαζόμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζα (Ερωτόκρ. Ά 19)·
- (προκ. για το Θεό):
- Ω βασιλεύ των ουρανών, οπού τα πάντα ορίζεις (Θυσ. 965)·
- β) έχω κάπ. υπό τις διαταγές μου, διοικώ:
- να ορίζει το φουσσάτον του (Ερωτόκρ. Δ́ 1618)·
- όριζεν ένα κάτεργο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39912)·
- 'ρίζω στρατείαν (Κορων., Μπούας 40)·
- (με εμπρόθ. προσδ.):
- απάνω στα φουσσάτα του να 'ρίζω επόθεκέ με (Φορτουν. Β́ 46)·
- γ) διαχειρίζομαι, διευθύνω, έχω στη δικαιοδοσία μου:
- Λόγιασε πως, σα σμίξετε, … όλα του τα 'ποστατικά μόνια πως θες ορίζει (Πανώρ. Γ́ 220)·
- όσα σταυροπήγια … είχαν κτισθεί εις τους καιρούς οπού τα όριζαν οι μητροπολίται και επίσκοποι, … ποίον υποτάσσονται (Βακτ. αρχιερ. 179)·
- δ) καταλαμβάνω, κυριεύω:
- το κάστρο με αρτιλαριάν ουδέν πορούν να 'ρίσουν (Κορων., Μπούας 95)·
- ε1) εξουσιάζω, κυβερνώ κάπ.:
- εφοβούντανε πολλά το ρήγα οπού τσ’ ορίζει (Ερωτόκρ. Έ 1184)·
- μας ορίζουν οι εχθροί (Ιστ. Βλαχ. 2321)·
- Περί δούλου αγορασμένου, ότι τον ορίζει ο αφέντης του (Βακτ. αρχιερ. 147)·
- ε2) (μεταφ.) εξουσιάζω, έχω κάπ. υπό την επιρροή μου:
- η Μοίρα δε μ’ ορίζει (Ερωτόκρ. Έ 1022)·
- εύκολα ο πόθος την ορίζει (Ερωτόκρ. Ά 2159)·
- το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις (Ερωφ. Γ́ 162)·
- α) Κυβερνώ, εξουσιάζω έναν τόπο, κυριαρχώ:
- 1)
- (μεταφ. με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
- Εις τα καρτσά πρέπει να ορίζουσιν αμμέ όχι να τους υποτάσσουνται (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 105)·
- στ) (με αντικ. τις λ. εαυτός, εξά και τη γεν. του λόγου μου) εξουσιάζω, ορίζω, ελέγχω τον εαυτό μου:
- δεν μπορείς να ορίζεις τον εαυτό σου; (Ζήν. Δ́ 54)·
- την εξά μου επήρανε και πλιο δεν την ορίζω (Ερωτόκρ. Ά 960· Αιτωλ., Μύθ. 11010).
- 3) Έχω κ. υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος, ιδιοκτήτης κάπ. πράγματος, ζώου ή τόπου:
- Δουκάτα είχεν πάμπολλα, οσά 'ριζεν ατός του (Ιμπ. (Legr.) 19)·
- Βοσκός ωσάν το Γύπαρη στην Ίδα δε γυρίζει πλειότερα πρόβατα κανείς και τόπους πλια να ορίζει (Πανώρ. Γ́ 30)·
- (ειρων.):
- δίδω σας να ορίζετε τση φυλακής τα πλούτη (Ερωτόκρ. Δ́ 566).
- 4)
- α) (Προκ. για νόμους) καθορίζω, θεσπίζω· επιβάλλω:
- ορίζει το δίκαιον ότι ουδέν είμαι κρατημένος να του δώσω τίποτες (Ασσίζ. 15620)·
- εποίκεν εκείνον τό όριζεν η ασσίζα να ποίσει (Ασσίζ. 21720)·
- ούτως ένι ορισμένον κατά τον νόμον (Ασσίζ. 5814)·
- β) (προκ. για το Χριστό, τους εκκλησιαστικούς κανόνες ή τα ιερά βιβλία) καθορίζω, θεσπίζω· διδάσκω:
- (Συναδ., φ. 103v)·
- ποτέ του δεν ήθελε να ειπεί ή να παρέβει έξω από εκείνο οπού όριζαν οι θείοι νόμοι (Ιστ. πατρ. 9821)·
- Ιδέ τό ορίζουν οι γραφές και τα βιβλία (Χρον. Μορ. H 805)·
- γ) (προκ. για το Θεό) καθορίζω κ. αμετάκλητα:
- τις μπορεί ν’ αντισταθεί εις ό,τι κι αν ορίσει (ενν. ο Κύριος) …; (Διακρούσ. 10123)·
- κόποι δε μπορούσι … ποτέ ν’ αντισταθούσι στό 'ρίσασιν οι ουρανοί (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 93).
- 5) (Με αντικ. τις λ. ημέρα και ώρα) προσδιορίζω, καθορίζω (χρονική στιγμή):
- (Ασσίζ. 37829)·
- όρισε της ώρας (ενν. ο σουλτάνος) και έβγαλαν τον αυτόν κύριν Ιωακείμ (Ιστ. πατρ. 1407).
- 6) Διορίζω, αναγορεύω:
- Την γαρ αυτοκρατόρισσαν, τήν όρισες κυράν μας … μηχάνημαν εσκεύασε και δόλον (Καλλίμ. 2258).
- 7)
- α) Επιθυμώ, θέλω:
- (Χρον. Μορ. H 286)·
- ας κάμει ό,τι ορίσει (Σεβήρ., Διαθ. 19182)·
- αν ορίζετε, ακούσετε τι έπαθεν εκείνος (Διγ. Άνδρ. 38010)·
- β) διαλέγω:
- τον ένα απού τσι δυο τωνε να πάρει, όποιον ορίσει (Ερωφ. Β́ 20).
- 8) Αποδεικνύω, τεκμηριώνω κ. με παράδειγμα:
- η παίδευσις η πρώτη 'ναι π’ αξίζει, καθώς … ο Αίσωπος κι εις το χαρτί τ’ ορίζει (Αιτωλ., Μύθ. 4728).
- 9) Μπορώ:
- Αντάμ με πόθον δυο καρδιές ποθούνται … 'δε μισιτιά μεσόν τους να 'ρτει ορίζει (Κυπρ. ερωτ. 434).
- 10)
- α) Λέω, μιλώ:
- όσα με είπες και λαλείς, όρισές τα με δίκαιον (Χρον. Μορ. P 5833)·
- όρισε και αφουκρούμαι· τό μ’ ερωτήσεις να σου πω (Σκλέντζα, Ποιήμ. 143)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- Άξια ορίζεις και ποίησον ως θέλεις (Διγ. Άνδρ. 3398)·
- β) (προκ. για γραπτό κείμ.):
- Ακούω από την Θείαν Γραφήν οπού ορίζει διά τον Ιώβ … (Συναδ., φ. 64v)·
- γ) διαβεβαιώνω:
- ο βασιλεύς … όριζέ μας, αλλά και άλλοι οι ιδόντες … αυτόν ότι φρονιμότερον άνθρωπον … ουκ είδον (Σφρ., Χρον. 13620).
- 11) Ζητώ να μάθω· ρωτώ:
- αν ορίζεις ποια 'ν’ η αφορμή μου … έξευρε κι ένι πρώτα η ομορφιά σου (Κυπρ. ερωτ. 9121).
- 12) Αποφασίζω:
- μεθ’ όλον το συμβούλιον μετά χαράς ορίσαν αρχηγός να γένει (Κορων., Μπούας 113).
- 13)
- α) Προσκαλώ:
- διά τιμήν σας όρισα, ήλθετε εις την χαράν μου, να φάγετε, να πίετε και να χαρείτε άμα (Πουλολ. 656)·
- β) (νομ.) καλώ κάπ. στο δικαστήριο, κλητεύω:
- όσοι εις το οφίτσιο τούτο γράφονται διά να δουλεύουσι … κάνουν έτερες υπηρεσίες του λαού … ωσάν να ορίζουνε τους ανθρώπους να έρχουνται εις την κρίσην (Σουμμ., Ρεμπελ. 171).
- 14) (Νομ.) καταγγέλω, μηνύω:
- τον έχει ορισμένο το λεγόμενο κυρ Νικολό οδιά ένα κτήμα (Βαρούχ. 234· 6372).
- 15) (Μεταφ.) αφήνω, εναποθέτω:
- εις την κρίσιν του Θεού … τον ορίζω (Ευγέν. 812).
- 16) (Με την πρόθ. διά + αιτιατ.) φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κ.:
- να μη λυπάται ορφανόν … αμμή να ορίζει πάντοτε διά εδικήν του μοίρα (Σαχλ., Αφήγ. 334).
- 17) Εξετάζω ως παράδειγμα, «κοιτάζω»:
- Όρισε, αν ορίσεις, και τον μοιχόν και τον κλέπτην και πάντα άνθρωπον κακόν (Πηγά, Χρυσοπ. 283 (19)).
- 18) Αφήνω, επιτρέπω:
- Ω Κύριε, μην τ’ ορίσεις, … μηδέν μας θανατώσεις (Ρίμ. θαν. 103)·
- φρ. μη(δέν)/(να) μην τ’ ορίσει/‑ουν ο/οι Θεός/‑οί/η Τύχη (προκ. να δηλωθεί απευχή, κατηγορηματική άρνηση ή έντονη αποποίηση μιας κατηγορίας):
- (Ερωφ. Β́ 163), (Ερωτόκρ. Ά 241), (Φορτουν. Ιντ. δ́ 180), (Ασσίζ. 1972, 45923,)> (Στ. βοεβ. 14).
- 19) Έρχομαι (η σημασ. πιθ. όπως στη φρ. «καλώς να ορίσουν»):
- (Ασσίζ. 19911).
- 20) (Η προστ. αορ. όρσε ως δεικτ. μόρ. όταν δίνουμε κ. σε κάπ.) ορίστε, να:
- (Στάθ. Β́ 171).
- Φρ. Ορίζω συμπάθειον εις + αιτιατ. = έχω, δείχνω κατανόηση για κ.:
- (Στ. ερωτ. 24).
- Το θηλ. και το ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = καθορισμένη ώρα:
- μη βραδύνω το σύνολον κατά την ορισμένην κι ονειδισθώ εις υποστροφήν (Διγ. Gr. 633)·
- να μην αργήσω σήμερον κατά το ορισμένον, ονειδισθώ εις το γένος μου (Διγ. Z 877).
[αρχ. ορίζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Ο παρατ. έρ‑ και ο αόρ. έρ‑ στο Somav. (στη λ.) και σήμ. ιδιωμ. H προστ. αορ. στο Somav. (στη λ.) και σήμ. υβριστ. H λ. και σήμ.]
- (Μτβ. και αμτβ.)
[Λεξικό Κριαρά]
- ορίζων ο.
-
- Οπτικό πεδίο, έκταση που βλέπει κανείς:
- επιστήριξέ (ενν. το κτήνος) τε την χηλήν του ποδός εν τῳ ορίζοντι της όψεως αυτού (Ψευδο-Σφρ. 5025)·
- (σε παρομοίωση):
- Ως οδηγός γαρ πέφυκεν ως γίγαντος ορίζων η σωφροσύνη (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 173).
[αρχ. ουσ. ορίζων. Τ. ορίζοντας και σήμ.]
- Οπτικό πεδίο, έκταση που βλέπει κανείς: