Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οράριο το [orário] Ο40 : (εκκλ.) ιερό άμφιο που αποτελείται από μία μακριά λωρί δα, η οποία τυλίγεται από τον αριστερό ώμο προς τη δεξιά πλευρά του σώματος: Tο ~ είναι το διακριτικό άμφιο του διακόνου.
[λόγ. < ελνστ. ὀράριον `μαντίλι του λαιμού΄ < λατ. orari(um) -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- οράριο(ν) το· ουράριο(ν).
-
- Χαρακτηριστικό άμφιο του διακόνου, οράριο:
- φαιλόνια, στιχάρια, οράρια (Ιστ. πατρ. 2026· Βησσαρ. Διαθ. 234).
[μτγν. ουσ. οράριον (TLG) <λατ. orarium. Ο τ. (‑ον) στο Du Cange (λ. ωράριον). Η λ. και σήμ. εκκλ.]
- Χαρακτηριστικό άμφιο του διακόνου, οράριο: