Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπωρικό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπωρικό το [oporikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) το φρούτο.

[λόγ. < μσν. οπωρικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ὀπωρικός `που αναφέρεται στην οπώρα΄ (αρχ. ὀπώρα `φρούτο΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
οπωρικός, επίθ.· 'πωρικός· 'πωρ’κός· υπωρικός.
  • Που σχετίζεται με τα οπωρικά:
    • Ο οπωρικός λόγος (Πωρικ. 139 τίτλ. κριτ. υπ).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1)
      • α) Καρπός, φρούτο:
        • δεν εύρισκεν τις 'πωρικό, ούτε λεμόνι ούτε νεράτζι (Byz. Kleinchron. Ά 51242
        • πάσα δεντρό …’πωρικά μασε χαρίζει (Ερωφ. Χορ. ά 610
        • (γενικά):
          • η γης … τα 'πωρικά τση εγέννα 'ς κάθα τόπο (Ερωφ. Χορ. β́ 472
      • β) (μεταφ.):
        • τρυγώ εκ του πόνου τον καρπόν, οπωρικά καρδίας (Λίβ. P 2511
        • μεστό το 'πωρικό του ριζικού σου (Πιστ. βοσκ. I 2, 132
        • (σε προσφών.):
          • ω 'πωρικό μου αχόρταγο (Φαλιέρ., Ιστ. 509).
    • 2) (Ειδικά) είδος σταφυλιού:
      • Το κορίχι, το 'πωρικόν και άλλα σταφύλια όμοια τούτων βασταγερά (Αγαπ., Γεωπον. 162).
    • 3) (Μεταφ.) αποτέλεσμα:
      • ετούτα 'ναι τα 'πωρικά οπού η αγάπη κάνει (Ερωτόκρ. Γ́ 1264).

[μτγν. επίθ. οπωρικός. Το ουδ. 'πωρικό(ν) στο Βλάχ. (λ. πωρικά) και σήμ. ιδιωμ. Τ. ιπουρ’κό και ιπωρ’κό (<υπωρικόν) σήμ. ποντ. Η λ. στο ουδ. και σήμ. ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες