Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οπτός, επίθ.· οφτός.
-
- Ψητός:
- (Μαχ. 5442)·
- κρυόν αρνίν οφτό (Βοσκοπ. 194)·
- φαγητά πολλώ λογιών … οφτά 'χε και μαγερευτά (Κατζ. Γ́ 547).
- Το ουδ. ως ουσ. = το ψητό κρέας:
- οι … μάγειροι έφερναν καθημέραν τα οπτά (Διγ. Άνδρ. 40228).
[αρχ. επίθ. οπτός. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ λόγ. (ΛΚΝ)]
- Ψητός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπτός -ή -ό [optós] Ε1 : (λόγ.) ψημένος.
[λόγ. < αρχ. ὀπτός]