Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπτόπλινθος η [optóplinθos] Ο36 : (λόγ.) τούβλο.
[λόγ. οπτ(ός) -ο- + πλίνθος με βάση την αρχ. φρ. πλίνθοι ὀπταί (σύγκρ. ελνστ. ὀπτόπλινθα τά)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. οπτ(ός) -ο- + πλίνθος με βάση την αρχ. φρ. πλίνθοι ὀπταί (σύγκρ. ελνστ. ὀπτόπλινθα τά)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |