Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπτασία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπτασία η [optasía] Ο25 : οπτική αντίληψη που δημιουργείται στη συνείδηση χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητοι εξωτερικοί ερεθισμοί· όραμα: H ~ του νεκρού πατέρα. || (επέκτ.) για εξιδανικευμένη οπτασία: Είναι όμορφη σαν ~.

[λόγ. < ελνστ. ὀπτασία `όραμα΄ & σημδ. γαλλ. vision]

[Λεξικό Κριαρά]
οπτασία η.
  • 1) Όραμα:
    • έως άνω οι μάγειροι γεμίζουσιν το (ενν. το κακκάβιν) ύδωρ και βάλλουσι κρομμύδια … και τότε βλέπε πράγματα και ξένας οπτασίας (Προδρ. IV 365· Παϊσ., Ιστ. Σινά 812).
  • 2) Εμφάνιση, παρουσία:
    • Ιδού έρχεται Κύριος παντοκράτωρ και … τις υποστήσεται εν τῃ οπτασίᾳ αυτού; (Ψευδο-Σφρ. 3163).

[μτγν. ουσ. οπτασία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες