Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οποτεδήποτε [opoteδípote] επίρρ. χρον. : με αόριστη αναφορά σε οποιαδήποτε περίπτωση ή χρονική στιγμή, χωρίς χρονικούς περιορισμούς: Mπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα οπουδήποτε, ~, από οποιονδήποτε. || στη θέση χρονικού συνδέσμου προσδιορίζει πράξη η οποία θα συμβεί αόριστα κάποια, κατά την κρίση του υποκειμένου της πρότασης, στιγμή στο μέλλον: ~ το χρειαστείς, θα σου το δώσω. Έλα ~ θέλεις. || με παραχωρητική πρόταση: Δε θα μας ανησυχήσεις, ~ κι αν έρθεις.
[λόγ. < αρχ. φρ. ὁπότε δή με προσθήκη του ποτέ κατά το οπουδήποτε μτφρδ. αγγλ. whenever]