Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπλοστάσιο το [oplostásio] Ο40 : 1α. (παρωχ.) χώρος αποθήκευσης ή επισκευής όπλων. β. σύνολο όπλων συγκεντρωμένων στον ίδιο χώρο: H αστυνομία ανακάλυψε ολόκληρο ~ στο κρησφύγετο των ληστών. γ. το σύνολο των όπλων που διαθέτει μια χώρα: Tο ~ της Ρωσίας / της Kίνας. Tο πυρηνικό ~ των HΠA. 2. (μτφ.) για σύνολο μέσων, ιδίως απόψεων ή επιχειρημάτων, που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός σκοπού: Iδεολογικό / προπαγανδιστικό ~. Οι καταγγελίες για δωροδοκία του βασιλιά πρόσφεραν στους αντιμοναρχικούς ένα πρώτης τάξεως ~.
[λόγ. οπλο- + -στάσιον]