Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπλοπωλείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπλοπωλείο το [oplopolío] Ο39 : κατάστημα στο οποίο πωλούνται όπλα.

[λόγ. οπλο- + -πωλείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες