Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπλοπολυβόλο το [oplopolivólo] Ο39 : είδος ελαφρού πολυβόλου που εξωτερικά μοιάζει με τουφέκι: Xειριστής / γεμιστήρες / βολή του οπλοπολυβόλου.
[λόγ. οπλο- + πολυβόλον]