Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπλοποιός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπλοποιός ο [oplopiós] Ο17 : κατασκευαστής όπλων, ιδίως φορητών.

[λόγ. < ελνστ. ὁπλοποιός]

[Λεξικό Κριαρά]
οπλοποιός ο.
  • Αυτός που κατασκευάζει όπλα:
    • Οπλοποιοί όσοι κάμνουσιν άρματα (Zygomalas, Synopsis 240 Μ 81 (έκδ. Οπλοι‑)).

[μτγν. ουσ. οπλοποιός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες