Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπλίτης ο [oplítis] Ο10 : (στρατ.) 1. χαρακτηρισμός του στρατιωτικού που δεν είναι βαθμοφόρος: Aξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες. Θάλαμος οπλιτών. || (επέκτ.) για τους στρατιώτες και τους υπαξιωματικούς σε αντιδιαστολή με τους αξιωματικούς: Στην πρωινή αναφορά της επιλαρχίας ήταν παρόντες: αξιωματικοί 35, οπλίτες 353. 2. στην αρχαία Ελλάδα, στρατιώτης βαριά οπλισμένος· (πρβ. ψιλός6): Aθηναίος / Σπαρτιάτης ~. H φάλαγγα των οπλιτών.
[λόγ. < αρχ. ὁπλίτης `βαριά οπλισμένος πεζός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- οπλίτης ο.
-
- α) Ένοπλος, στρατιώτης:
- (Προδρ. I 135)·
- έφυγον (ενν. οι ίπποι) όπισθε και ακόντων των επιβάτων και οπλίτων (Ιστ. πολιτ. 7319)·
- β) (σε μεταφ., με το επίθ. σαρκικός για να δηλωθεί το σώμα):
- Τύμπανα … τον σαρκικόν οτρύνουσι προς πόλεμον οπλίτην (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 646)·
- γ) (μεταφ.) «στρατιώτης», υπηρέτης του Θεού ή του Χριστού:
- (Γεωργίου ρήτορος, Στ. α 147), (Κυπρ. ερωτ. 1536).
[αρχ. ουσ. οπλίτης. Η λ. και σήμ.]
- α) Ένοπλος, στρατιώτης: