Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπλίζω [oplízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. εφοδιάζω κπ. με όπλο, έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει ή γενικά να πολεμήσει· εξοπλίζω. ANT αφοπλί ζω: H επαναστατική κυβέρνηση αποφάσισε να οπλίσει τους εργάτες και τους αγρότες. Οπλισμένος άνθρωπος. Οι επιτιθέμενοι ήταν βαριά οπλισμένοι. ANT άοπλος. ΦΡ είναι κάποιος οπλισμένος ως τα δόντια* / σαν αστακός*. || (επέκτ.) για κάθε άλλο αντικείμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άμυνα ή για επίθεση: Διαδηλωτές οπλισμένοι με τούβλα και μαδέρια από κοντινή οικοδομή συγκρούστηκαν με την αστυνομία. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) εφοδιάζω κπ. με κτ., έτσι ώστε να γίνει πιο ικανός, οι ενέργειές του να γίνουν πιο αποτελεσματικές: H στέρηση οπλίζει τον άνθρωπο με αντοχή. Άνθρωπος οπλισμένος με θάρρος και υπομονή. Tον υποδέχτηκε οπλισμένη με το πιο γοητευτικό της χαμόγελο. β. (για πργ.) ενισχύω με ειδική κατασκευή ενσωματωμένη σ΄ αυτό: Yαλοπίνακας οπλισμένος με σύρμα. Οπλισμένο σκυρόδεμα*. 3α. (για πυροβόλο όπλο) ρυθμίζω το μηχανισμό του, έτσι ώστε αυτό να είναι έτοιμο για εκπυρσοκρότηση: Γεμίσ(α)τε, οπλίσ(α)τε, πυρ!, ως στρατιωτικό παράγγελμα. β. (για συσκευή που διαθέτει μηχανισμό με ελατήριο) ρυθμίζω, έτσι ώστε να είναι έτοιμη να λειτουργήσει: H (φωτογραφική) μηχανή είναι οπλισμένη· δεν έχεις παρά να πατήσεις το κουμπί.
[λόγ.: 1: αρχ. ὁπλίζω· 2-3: σημδ. γαλλ. armer]
[Λεξικό Κριαρά]
- οπλίζω (I).
-
- I. (Ενεργ.) εφοδιάζω κάπ. με όπλο ή άλλο φονικό όργανο:
- προς τον φόνον (ενν. του Αλεξάνδρου) όπλιζον Ιούλῳ τῳ κακίστῳ (Βίος Αλ. 5953).
- II. (Μέσ.) εξοπλίζομαι, ετοιμάζομαι για πόλεμο:
- κατ’ αυτού (ενν. του Αλεξάνδρου) προς πόλεμον την μάχην οπλισθώσιν (Βίος Αλ. 2573)·
- (μεταφ.):
- ο της ημετέρας σωτηρίας εχθρός … κατά της Χριστού εκκλησίας αεί οπλιζόμενος (Ιστ. πατρ. 1813).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = αρματωμένος, ένοπλος:
- η Μαξιμώ ίστατο οπλισμένη (Διγ. Z 3479).
[αρχ. οπλίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) εφοδιάζω κάπ. με όπλο ή άλλο φονικό όργανο:
[Λεξικό Κριαρά]
- οπλίζω (II)· ομπλίζω.
-
- (Προκ. για ζώο) έχω οπλή χωρισμένη στα δύο·
- (εδώ με σύστ. αντικ.):
- παν χτήνο ομπλίζει ομπλή και σκίζει σκίσμα δυο ομπλές … αυτό να φάτε (Πεντ. Δευτ. XIV 6).
- (εδώ με σύστ. αντικ.):
[<ουσ. οπλή + κατάλ. ‑ίζω]
- (Προκ. για ζώο) έχω οπλή χωρισμένη στα δύο·