Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπλή η [oplí] Ο29 : το νύχι των μονόχηλων ζώων: Οι οπλές του αλόγου / του γαϊδάρου.
[λόγ. < αρχ. ὁπλή]
[Λεξικό Κριαρά]
- οπλή η· ομπλή.
-
- 1) Νύχι δίχηλου ζώου:
- (Πεντ. Δευτ. XIV 6).
- 2) Χνάρι ανθρώπου, πατημασιά·
- (εδώ προκ. για το Χριστό):
- είναι ο τόπος οπού επάτησεν ο Κύριος … και αποτότε έμεινεν η πληγή, ήγουν η οπλή του ποδαρίου αυτού (Προσκυν. Λαύρ. 874 1028).
- (εδώ προκ. για το Χριστό):
- 3) Μονοπάτι, πέρασμα·
- (μεταφ.) τρόπος:
- Εγώ την στράταν και οπλήν γοργόν να σε την μάθω, το πώς να ιδείς την λυγερήν (Φλώρ. 1573 (έκδ. βουλήν· διόρθ. Ανδρ.))
- (μεταφ.) τρόπος:
- 4) Τρόπος:
- εκείνος (ενν. ο αγκαλεμένος) ένι ομολογημένος με μάρτυρες ού με έτερην άλλην οπλήν (Ασσίζ. 916· Μαχ. 41431).
- 5) Περίσταση· περίπτωση:
- εάν το καράβιν έλθει εις την γην και τσακιστεί με σκερίαν ή με ευδίαν ή εις άλλην οπλήν … (Ασσίζ. 5111· 33325).
[αρχ. ουσ. οπλή. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Νύχι δίχηλου ζώου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπληφόρος -α -ο [oplifóros] Ε4 : (ζωολ.) γενικός χαρακτηρισμός των θηλαστικών που έχουν οπλές.
[λόγ. οπλ(ή) -η- + -φόρος με συνδετικό φων. -η- αντί -ο- κατά τα νικηφόρος, κανηφόρος, ίσως για διάκρ. από το οπλοφόρος, μτφρδ. γερμ. Huftier]