Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπιομανής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπιομανής -ής -ές [opiomanís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει εθιστεί στη χρήση του οπίου· (πρβ. ναρκομανής, τοξικομανής). || (συνήθ. ως ουσ.) ο οπιομανής, θηλ. οπιομανής: Tρόποι απεξάρτησης των οπιομανών.

[λόγ. < γαλλ. opiomane < ελνστ. ὄπιο(ν) + -mane = -μανής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες