Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπή η [opí] Ο29 : (λόγ.) τρύπα: Tα αέρια βγαίνουν έξω από μία ~.
[λόγ. < αρχ. ὀπή]
[Λεξικό Κριαρά]
- οπή η· ουπή.
-
- 1)
- α) Τρύπα:
- (Βίος Αλ. 4367), (Προδρ. I 184), (Ιστ. πολιτ. 649)·
- β) (σε συνεκδ.):
- η οπή του ελαίου (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1035).
- α) Τρύπα:
- 2) Παράθυρο:
- εκ της οπής εσκέψατο την κόρην στο κουβούκλιν (Διγ. Z 1704).
[αρχ. ουσ. οπή. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1)