Παράλληλη αναζήτηση
176 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπ [óp] επιφ. : συνήθ. δηλώνει ξάφνιασμα, ικανοποίηση κτλ.: ~, ευτυχώς τον βρήκα! ~, εδώ ακριβώς κάνε στάση. ~, εδώ είμαστε, φτάσαμε. ~, σε τσάκωσα!
[τουρκ. hop! `μπρος, πήδα΄ (δες και χοπ)]
- οπ αρτ η [óp árt] Ο (άκλ.) : τεχνοτροπία, κυρίως στη ζωγραφική, η οποία χαρακτηρίζεται από τη χρήση γραμμών ή γεωμετρικών σχημάτων που δίνουν την αίσθηση της κίνησης και της προοπτικής.
[λόγ. < αγγλ. op art (σύντμ. της φρ. optical (< αρχ. ὀπτικός) art `οπτική τέχνη΄)]
- όπα [ópa] επιφ. : 1. δηλώνει ξάφνιασμα, θαυμασμό, επιδοκιμασία, ειρωνεία κτλ.: ~ για κοίτα ποιος ήρθε! 2. συνοδεύει κινήσεις χορευτή ελληνικής (λαϊκής) μουσικής. 3. συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού. (έκφρ.) έχω κπ. στα ~ ~, για να δηλώσουμε την υπερβολική αδυναμία και φροντίδα προς κπ.: Tη γυναίκα του την έχει στα ~ ~.
[επέκτ. του οπ]
- οπαδός ο [opaδós] Ο17 θηλ. οπαδός [opaδós] Ο34 : αυτός που δέχεται τις ιδέες ή γενικά τις απόψεις κάποιου και ενεργεί σύμφωνα με αυτές· (πρβ. θιασώτης): ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας / μιας ομάδας. Στελέχη, μέλη και οπαδοί ενός κόμματος. Tο κόμμα κάλεσε τους οπαδούς του να απόσχουν από τις εκλογές. Ένθερμος / φανατικός ~. || (μειωτ.): Είμαι φίλαθλος και όχι ~. || (επέκτ.) γι΄ αυτόν που του αρέσει κτ.: Είναι ~ της μπίρας.
[λόγ. < αρχ. ὀπαδός (δωρ. διάλ., αλλά κοινό και στη λογοτ., αττ. ὀπηδός) `ακόλουθος, συνοδός΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- οπαδός ο.
-
- Ακόλουθος:
- (Προδρ. I 134).
[αρχ. ουσ. οπαδός. Η λ. και σήμ.]
- Ακόλουθος:
- οπαίο το [opéo] Ο39 : άνοιγμα στη στέγη των αρχαίων κτιρίων που χρησίμευε για φωτισμό και ως έξοδος για τον καπνό.
[λόγ. < ελνστ. ὀπαῖον (δες στο οπή)]
- όπαλα [ópala] & οπαλάκια [opalá
a] & όπλα [ópla] & όπλες [óples] επιφ. : 1. συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού. 2. συνοδεύει την προσπάθεια του ομιλητή να σηκώσει στην αγκαλιά του ένα μικρό παιδί. [τουρκ. hoppala `μπρος, πήδα΄ (δες και οπ)· όπαλ(α) -άκια, πληθ. του -άκι· όπλα: < όπαλα με αποβ. του [a] κατά το οπ· όπλες: θηλ. κατάλ. στο όπλα που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]
- οπάλι το [opáli] Ο44 : (προφ.) οπάλιο.
[μεταπλ. του ελνστ. ὀπάλλιος σε ουδ. με βάση την αιτ. και αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]
- οπαλίνα η [opalína] Ο25 : είδος αδιαφανούς γυαλιού που μοιάζει με οπάλιο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων.
[λόγ. < γαλλ. opaline ή μέσω του ιταλ. opalina (δες στο οπάλιος)]