Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξύουρος ο [oksíuros] Ο20α : σκουλήκι που ζει ως παράσιτο στο παχύ έντερο των φυτοφάγων θηλαστικών και ιδίως του ανθρώπου.
[λόγ. < γαλλ. oxyure < oxy- = οξυ- 1 + αρχ. οὐρ(ά) -ος]