Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οξύνω.
-
- I. (Ενεργ.) κάνω κ. οξύ, μυτερό, οξύνω:
- (Ιερακοσ. 48027).
- II. Μέσ.
- 1) Γίνομαι οξύς, μυτερός·
- (εδώ προκ. για σώμα) λεπταίνω, αδυνατίζω:
- Σώμα παχύνων (ενν. ο δράκων), …, όπισθεν οξυνούμενος (Διγ. Z 2834).
- (εδώ προκ. για σώμα) λεπταίνω, αδυνατίζω:
- 2) (Μεταφ.) οργίζομαι:
- μη θυμωθείς μηδέ οξυνθείς (Σπαν. (Λάμπρ.) Vα 295).
- 3) (Προκ. για τρίχες) σηκώνομαι (από φόβο):
- (Διγ. Z 2493).
- 1) Γίνομαι οξύς, μυτερός·
[αρχ. οξύνω. Η λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) κάνω κ. οξύ, μυτερό, οξύνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξύνω 1 [oksíno] -ομαι Ρ8.1 μππ. οξυμμένος : ANT αμβλύνω. 1. (σπάν.) κάνω κτ. αιχμηρό, οξύ. 2α. (ιδ. για τις αισθήσεις και τις πνευματικές λειτουργίες) βελτιώνω κτ., έτσι ώστε αυτό να είναι πιο αποτελεσματικό: Οξύνεται η όραση / η όσφρηση / η ακοή. Mε τη σωστή μελέτη οξύνεται η κριτική ικανότητα του ανθρώπου. β. δημιουργώ μεγαλύτερη ένταση η οποία είναι ανεπιθύμητη ή δυσάρεστη: Mέτρα που οξύνουν αντί να θεραπεύουν την οικονομική κρίση. Οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις. Οξυμμένα πολιτικά πάθη.
[λόγ. < αρχ. ὀξύνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξύνω 2, -ομαι Ρ8.1 (συνήθ. παθ., χωρίς μππ.) : (γραμμ.) για λέξη ή συλλαβή η οποία τονίζεται με οξεία στο παλαιότερο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας: H βραχεία συλλαβή οξύνεται, εκτός από τις περιπτώσεις που εφαρμόζεται ο κανόνας της βαρείας.
[λόγ. < ελνστ. ὀξύνω]