Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οξύθυμος, επίθ.
-
- 1) Ευερέθιστος, οξύθυμος· επιθετικός:
- Ην γαρ … πλήθος αρμάτων και Ιταλών οξυθύμων και προς σφαγάς ετοίμων (Δούκ. 40525).
- 2) Μακρόθυμος, πράος:
- πρέπει τον πατέρα να έναι οξύθυμος περισσότερον παρά βαρύθυμος (Σοφιαν., Παιδαγ. 290).
[αρχ. επίθ. οξύθυμος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ευερέθιστος, οξύθυμος· επιθετικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξύθυμος -η -ο [oksíθimos] Ε5 : (για πρόσ.) που θυμώνει εύκολα· ευέξαπτος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
[λόγ. < αρχ. ὀξύθυμος]