Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξύαυλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξύαυλος ο [oksíavlos] Ο19 : το όμποε.

[λόγ. οξύ(ς) + αυλ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. hautbois (σύγκρ. όμποε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες