Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οξυθυμία η· οξυθυμιά.
-
- Επιθετικότητα, οξυθυμία:
- η οξυθυμία που 'χει ο σινιόρ Μπαρτολομαίος σφάλλει τον στην καρδίαν (Κορων., Μπούας 119).
[αρχ. ουσ. οξυθυμία. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
- Επιθετικότητα, οξυθυμία: