Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξυγόνο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξυγόνο το [oksiγóno] Ο39 : 1. αέριο χημικό στοιχείο, άχρωμο, άοσμο και άγευστο, που αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του ατμοσφαιρικού αέρα και του νερού: Tο ~ είναι απαραίτητο για την ύπαρξη ζωής. Παρασκευή / χρήσεις του οξυγόνου. Φιάλη οξυγόνου. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ χρήσιμο ή τελείως απαραίτητο: H ελευθερία είναι το ~ κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας.

[λόγ. < γαλλ. oxygène < αρχ. ὀξύ(ς) (δες στο οξύ, πρβ. και οξυ- 2) + -gène = -γόνον, ουδ. του -γόνος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξυγονοκόλληση η [oksiγonokólisi] Ο33 : συγκόλληση μετάλλου που γίνεται με τη χρήση πολύ υψηλής θερμοκρασίας, η οποία παράγεται από καύση αερίου, συνήθ. υδρογόνου, με καθαρό οξυγόνο σε ειδική συσκευή.

[λόγ. οξυγόν(ον) -ο- + κόλλη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. oxywelding (σύντμ. του oxygene-acety lene welding)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξυγονοκολλητής ο [oksiγonokolitís] Ο7 : τεχνίτης ειδικός στην οξυγονοκόλληση.

[λόγ. οξυγονοκόλλη(σις) -τής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξυγονούχος -α / -ος -ο [oksiγonúxos] Ε14 : που περιέχει οξυγόνο: Οξυγονούχο ύδωρ, οξυζενέ.

[λόγ. οξυγόν(ον) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες