Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξειδώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξειδώνω [oksiδóno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ οξείδωση: Ο σίδηρος είναι από τα μέταλλα που οξειδώνονται εύκολα.

[λόγ. οξειδ(ώ) -ώνω < γαλλ. oxider, oxyder < oxide = οξείδ(ιο) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες