Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ονόματι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονόματι [onómati] (ως επίρρ.) : με το όνομα: Kάποιος ~…, κάποιος που λέγεται… Σε ζήτησε ένας κύριος ~ Δημητρόπουλος. (έκφρ.) εν ~, (με γεν. ονόματος) επικαλούμενος τις αρχές του, τις αξίες του, την εξουσία του κτλ.: Εν ~ του Θεού, στο όνομα του Θεού. Εν ~ της θρησκείας. Εν ~ του νόμου σε συλλαμβάνω. επ΄ ~ κάποιου, στο όνομά του: Στείλε την επιταγή επ΄ ονόματί μου. ΦΡ ψιλώ* ~.

[λόγ. < αρχ. ὀνόματι δοτ. της λ. ὄνομα σημδ. γερμ. namens (επίρρ.)· έκφρ.: σημδ. γαλλ. au nom de & αγγλ. in the name of]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονοματίζω [onomatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ονομάζω. 1. δίνω ένα όνομα σε κπ. ή σε κτ.: Ονομάτισε ο ίδιος τις χώρες που ανακάλυψε. 2α. αποκαλώ ή αναφέρω κπ. ή κτ. με το όνομά του: Tη φώναζαν όλοι κοντέσα χωρίς να την ονοματίζουν. Nα τους ονοματίσεις όλους για να τους ξέρουμε κι εμείς. β. (σπάν.) χαρακτηρίζω κπ. ή κτ.

[ελνστ. ὀνοματίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ονοματίζω· ανοματίζω· 'νοματίζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Δίνω όνομα, ονομάζω:
      • γείς νιούτσικος βοσκός που 'νοματίσα Αμύντα (Πιστ. βοσκ. I 2, 171· Αχέλ. 665).
    • 2) Αποκαλώ:
      • πώς μπορείς ξένον υιόν, υιόν να 'νοματίσεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [631]· Ζήν. Πρόλ. 9).
    • 3) Αναφέρω κάπ. ή κ. (με τ’ όνομά του), κατονομάζω:
      • έβαλεν (ενν. ο ρε Πιέρ) καβαλλάρηδες καραβοκυρούς τους κάτωθεν ονοματισμένους: … (Μαχ. 16835· Ασσίζ. 39526‑7).
    • 4) Ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω:
      • (Ασσίζ. 72
      • …, διά να μου δώσει κάθα χρόνον μίαν αληθινήν τιμήν 'νοματισμένη (Ασσίζ. 45313).
    • 5) Χαρακτηρίζω:
      • απής τα θες γροικήσει (ενν. τα πάθη μου) περίσσα κακορίζικο με θες ονοματίσει (Στάθ. Γ́ 284).
    • 6) (Προκ. για το Θεό) αναγνωρίζω, ομολογώ:
      • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 174).
    • 7) Δίνω υπόσχεση για κ., τάζω:
      • τα πράγματα … ονοματίσθησαν του Θεού αφιερωθήναι (Μαλαξός, Νομοκ. 188).
    • 8) (Αμτβ.) ονομάζομαι:
      • το φάντασμα εκείνο που 'νοματίζει Έρωτας (Πιστ. βοσκ. IV 7, 80).
  • II. Μέσ.
    • 1) Παίρνω, φέρω τίτλο:
      • εις αυτάς τας ενορίας υπάρχειν θέλομεν και επ’ αυτάς ονοματίζεσθαι (Διάτ. Κυπρ. 5067).
    • 2) Αποκτώ εθνική ιδιότητα και συνεκδ. τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν:
      • (Μαχ. 4121).
    • 3) Γίνομαι, καθίσταμαι:
      • προσκυνημένη γυναίκα πνεύμα έναι τ’ άδη 'νοματισμένη (Πιστ. βοσκ. I 5, 165).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ονομαστός:
    • (Ροδολ. Γ́ 38
    • Τούτή 'ναι η Μέμφη η ξακουστή τόσα 'νοματισμένη (Ερωφ. Πρόλ. 113).

[μτγν. ονοματίζω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονοματικός -ή -ό [onomatikós] Ε1 : (γραμμ.) που έχει σχέση με το όνομα, ουσιαστικό ή επίθετο: ~ τύπος, κυρίως το ουσιαστικό και το επίθετο. Tο απαρέμφατο και η μετοχή είναι οι ονοματικοί τύποι του ρήματος. ~ προσδιορισμός, που προσδιορίζει ένα όνομα. Οι ονοματικοί προσδιορισμοί χωρίζονται σε ομοιόπτωτους και ετερόπτωτους. Ονοματική πρότα ση, δευτερεύουσα πρόταση που χρησιμοποιείται ως υποκείμενο, αντικεί μενο, κατηγορούμενο ή ονοματικός προσδιορισμός. Ονοματικό σύνολο, ουσιαστικό που συνοδεύεται από άρθρο, επίθετο ή αντωνυμία.

[λόγ. < ελνστ. ὀνοματικός `που αποτελείται από ονόματα΄ σημδ. γαλλ. nominal]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομάτισμα το [onomátizma] Ο49 : η ενέργεια του ονοματίζω.

[μσν. ονομάτισμα < ονοματισ- (ονοματίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομάτισμα το.
  • Αναφορά του ονόματος κάπ.:
    • ο νόμιμος όρκος είναι ένα ονομάτισμα του Θεού (Χριστ. διδασκ. 303).

[<αόρ. του ονοματίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες