Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οντάς ο [ondás] Ο1 : (λαϊκότρ.) δωμάτιο, ιδίως το επίσημο.
[μσν. οντάς < τουρκ. oda -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- όντας, σύνδ.,
- βλ. όταν.
[Λεξικό Κριαρά]
- οντάς ο· νοτάς· ονδάς.
-
- 1) Δωμάτιο, θάλαμος, αίθουσα:
- έκτισεν ένα μεγάλον χάνι … με πολλούς οντάδες (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 391· Ιστ. δεσποτών Ηπείρ. 1020).
- 2) Στρατώνας:
- έδραμε … ο σουλτάν Κουρκούτης … και ευρέθη … εν τοις των γενιτσάρων οντάσι (Έκθ. χρον. 5310).
[<τουρκ. oda. Ο τ. νοτάς και σήμ. κυπρ. Τ. ντας στο Somav. (στη λ.). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange (λ. οντάδες) και σήμ.]
- 1) Δωμάτιο, θάλαμος, αίθουσα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όντας 1 [óndas] μτχ. του είμαι : (προφ.) συνήθ.: α. χρονική: Πήγε στο στρα τό ~ είκοσι χρονών, όταν ήταν. β. εναντιωματική: Δουλεύει ~ άρρωστος, αν και είναι. γ. αιτιολογική: ~ πολύ ψηλός φαίνεται μέσα στο πλήθος, επειδή είναι.
[μσν. όντας < αρχ. ὄντας, αιτ. πληθ. της μεε. ὤν του ρ. εἰμί > είμαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όντας 2 [óndas] σύνδ. χρον. : (λογοτ., λαϊκότρ.) όταν.
[μσν. όντας < όντας 1]