Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ονοματίζω [onomatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ονομάζω. 1. δίνω ένα όνομα σε κπ. ή σε κτ.: Ονομάτισε ο ίδιος τις χώρες που ανακάλυψε. 2α. αποκαλώ ή αναφέρω κπ. ή κτ. με το όνομά του: Tη φώναζαν όλοι κοντέσα χωρίς να την ονοματίζουν. Nα τους ονοματίσεις όλους για να τους ξέρουμε κι εμείς. β. (σπάν.) χαρακτηρίζω κπ. ή κτ.
[ελνστ. ὀνοματίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ονοματίζω· ανοματίζω· 'νοματίζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Δίνω όνομα, ονομάζω:
- γείς νιούτσικος βοσκός που 'νοματίσα Αμύντα (Πιστ. βοσκ. I 2, 171· Αχέλ. 665).
- 2) Αποκαλώ:
- πώς μπορείς ξένον υιόν, υιόν να 'νοματίσεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [631]· Ζήν. Πρόλ. 9).
- 3) Αναφέρω κάπ. ή κ. (με τ’ όνομά του), κατονομάζω:
- έβαλεν (ενν. ο ρε Πιέρ) καβαλλάρηδες καραβοκυρούς τους κάτωθεν ονοματισμένους: … (Μαχ. 16835· Ασσίζ. 39526‑7).
- 4) Ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω:
- (Ασσίζ. 72)·
- …, διά να μου δώσει κάθα χρόνον μίαν αληθινήν τιμήν 'νοματισμένη (Ασσίζ. 45313).
- 5) Χαρακτηρίζω:
- απής τα θες γροικήσει (ενν. τα πάθη μου) περίσσα κακορίζικο με θες ονοματίσει (Στάθ. Γ́ 284).
- 6) (Προκ. για το Θεό) αναγνωρίζω, ομολογώ:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 174).
- 7) Δίνω υπόσχεση για κ., τάζω:
- τα πράγματα … ονοματίσθησαν του Θεού αφιερωθήναι (Μαλαξός, Νομοκ. 188).
- 8) (Αμτβ.) ονομάζομαι:
- το φάντασμα εκείνο που 'νοματίζει Έρωτας (Πιστ. βοσκ. IV 7, 80).
- 1) Δίνω όνομα, ονομάζω:
- II. Μέσ.
- 1) Παίρνω, φέρω τίτλο:
- εις αυτάς τας ενορίας υπάρχειν θέλομεν και επ’ αυτάς ονοματίζεσθαι (Διάτ. Κυπρ. 5067).
- 2) Αποκτώ εθνική ιδιότητα και συνεκδ. τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν:
- (Μαχ. 4121).
- 3) Γίνομαι, καθίσταμαι:
- προσκυνημένη γυναίκα πνεύμα έναι τ’ άδη 'νοματισμένη (Πιστ. βοσκ. I 5, 165).
- 1) Παίρνω, φέρω τίτλο:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ονομαστός:
- (Ροδολ. Γ́ 38)·
- Τούτή 'ναι η Μέμφη η ξακουστή τόσα 'νοματισμένη (Ερωφ. Πρόλ. 113).
[μτγν. ονοματίζω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.