Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ονομαστός, επίθ.· ονομασθός.
-
- Ονομαστός, ξακουστός, φημισμένος:
- (Διγ. Gr. 3084), (Έκθ. χρον. 6618).
[αρχ. επίθ. ονομαστός. Η λ. και σήμ.]
- Ονομαστός, ξακουστός, φημισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ονομαστός -ή -ό [onomastós] Ε1 : που είναι πολύ γνωστός· ξακουστός: Ονομαστά προϊόντα, για την πολύ καλή τους ποιότητα. Tα ονομαστά αγιορείτικα κρασιά. || (για πρόσ.) διάσημος: ~ ηγέτης / στρατηλάτης / καλλιτέχνης / επιστήμονας. Ο αυτοκράτορας Nέρων έγινε ~ για τη θηριωδία του.
[λόγ. < αρχ. ὀνομαστός]