Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ονομαστικός, επίθ.
-
- Ονομαστός, διάσημος:
- Τοις ονομαστικοίς και ευγενέσι γέρουσι (Ωροσκ. 4011).
[αρχ. επίθ. ονομαστικός. Η λ. και σήμ.]
- Ονομαστός, διάσημος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ονομαστικός -ή -ό [onomastikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το όνομα ενός ή περισσότερων προσώπων: H ονομαστική γιορτή* κάποιου. α. που γίνεται με τη χρήση του ονόματος κάποιου: Ονομαστική πρόσκληση. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε με ονομαστική ψηφοφορία. β. που περιλαμβάνει ονόματα προσώπων: ~ κατάλογος. Ονομαστική κατάσταση. 2. (οικον.) α. (για τίτλο) που εκδίδεται στο όνομα ενός ορισμένου προσώπου. ANT ανώνυμος: Ονομαστικές μετοχές. β. που ισχύει ή υπάρχει μόνο τυπικά. ANT πραγματικός: Ονομαστικό κεφάλαιο. ~ μισθός, που συμπεριλαμβά νει και τις κρατήσεις. || ANT τρέχων: H ονομαστική αξία ενός τραπεζογραμματίου / ομολόγου.
ονομαστικά & ονομαστικώς ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1α. [λόγ. < αρχ. ὀνομαστικός `που ανήκει στο ονομάτισμα΄ σημδ. γαλλ. nominatif, nominal· λόγ. < ελνστ. ὀνομαστικῶς]