Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ονομάτισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομάτισμα το [onomátizma] Ο49 : η ενέργεια του ονοματίζω.

[μσν. ονομάτισμα < ονοματισ- (ονοματίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομάτισμα το.
  • Αναφορά του ονόματος κάπ.:
    • ο νόμιμος όρκος είναι ένα ονομάτισμα του Θεού (Χριστ. διδασκ. 303).

[<αόρ. του ονοματίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες