Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ονειρεύομαι [onirévome] Ρ5.2β : 1α. βλέπω σε όνειρο κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: Ονειρεύτηκε τον πεθαμένο παππού του. Ονειρεύτηκα ότι κολυμπούσαμε. Σε ονειρεύτηκα χθες βράδυ. Ονειρεύτηκα τον εαυτό μου αεροπόρο. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει* / ο πεινασμένος / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. β. βλέπω όνειρο στον ύπνο μου: Kοιμάται κι ονειρεύεται. (έκφρ.) μήπως κοιμάμαι* και ~; κοιμάσαι* κι ονειρεύεσαι. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ με τη φαντασία μου κτ. συνήθ. πολύ επιθυμητό: Ονειρεύεται έναν κόσμο χωρίς πολέμους. || απομακρύνομαι από την πραγματικότητα, ονειροπολώ: Ονειρεύεται αντί να σκέφτεται. β. επιθυμώ πολύ: Ονειρεύεται να γίνει γιατρός. γ. επιθυμώ κτ. συνήθ. απραγματοποίητο: Mην ονειρεύεσαι πλούτη.
[μσν. ονειρεύομαι < όνειρ(ο) -εύομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ονειρεύομαι· 'νειρεύγομαι· 'νειρεύγω· 'νειρεύομαι· ονειρεύγομαι· αόρ. ενειρεύτηκα μτχ. 'νειρεύγοντας.
-
- 1) Βλέπω όνειρο, ονειρεύομαι:
- ονειρεύτη η μάννα του πως είχε να γεννήσει ένα δαυλόν (Φορτουν. Ιντ. ά 161)·
- (με σύστ. αντικ.):
- ονειρευτήκαμε όνειρο εις νύχτα μια (Πεντ. Γέν. XLI 11).
- 2) Επιθυμώ έντονα κ.· ελπίζω:
- βασιλιάδες … από τους οποίους … καρτερούμεν την ελευθερίαν μας και όχι από … ανωφέλετες προφητείες, καθώς τινές ονειρεύγονται (Ροδινός 156).
- 3) Σχηματίζω λανθασμένη εντύπωση:
- Καίσαρε, μη ονειρεύγεσαι, τέρατα μην λογιάζεις, πως είναι τούτα τα παιδιά (Ζήν. Β́ 175).
[<ουσ. όνειρο + κατάλ. ‑εύομαι. Οι τ. 'νειρεύγ‑ και 'νειρεύγω και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑γομαι καθώς και τ. ‑γω στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Βλέπω όνειρο, ονειρεύομαι: