Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ονειρευτής ο.
-
- Αυτός που βλέπει οπτασίες, οράματα:
- ο προφητής εκείνος γή ο ονειρευτής το όνειρο εκείνος να απαθάνει (Πεντ. Δευτ. XIII 6).
[<ονειρεύομαι + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Somav.]
- Αυτός που βλέπει οπτασίες, οράματα: