Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ονείρωξη η [oníroksi] Ο33 : ακούσια εκσπερμάτωση κατά την ώρα του ύπνου που δεν οφείλεται σε παθολογικούς λόγους· ρεύση· (πρβ. σπερματόρροια).
[λόγ. < ελνστ. ὀνείρωξις (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `παραίσθηση΄]