Παράλληλη αναζήτηση
126 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ον το [ón] Ο52 : καθετί που υπάρχει: Άψυχα / έμψυχα όντα. Έμβια όντα, που έχουν ζωή. Mυθικά / φανταστικά όντα. Λογικό / κοινωνικό ~. Όντα από άλλους πλανήτες. Aνθρώπινο ~, ο άνθρωπος. Yπέρτατο Ον, ο Θεός. Mαθηματικά όντα, οι αριθμοί και τα σχήματα. ΦΡ εκ του μη όντος, από το τίποτα, χωρίς να υπάρχει τίποτε: Δημιούργησε θέμα εκ του μη όντος. || (φιλοσ.) Tο ~. ANT Tο μη ~. Mελέτη των όντων, οντολογία.
[λόγ. < αρχ. ὄν, ουδ. της μεε. ὤν του ρ. εἰμί & σημδ. γαλλ. être]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όναγρος ο [ónaγros] Ο19 : είδος ζώου που ζει σε άγρια κατάσταση και μοιάζει με γάιδαρο.
[λόγ. < ελνστ. ὄναγρος `όνος των αγρών΄ παρετυμ. ἄγριος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ονάς ‑δα η.
-
- Θηλυκό γαϊδούρι:
- (Νεκρολ. φ. 239v).
[μτγν. ουσ. ονάς. Η λ. (‑δα) το 14. αι. (Caracausi)]
- Θηλυκό γαϊδούρι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ονδάς ο,
- βλ. οντάς.
[Λεξικό Κριαρά]
- όνδες, σύνδ.,
- βλ. όταν.
[Λεξικό Κριαρά]
- ονειδιάζω· 'δεινιάζω.
-
- Κατηγορώ, κατακρίνω:
- δε 'δεινιάζω τον άνθρωπον απού πέφτει (Ξόμπλιν φ. 128v).
[<ονειδίζω. Πβ. τ. 'δεινίζω του ονειδίζω σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Κατηγορώ, κατακρίνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ονειδίζω [oniδízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κατηγορώ ή κοροϊδεύω κπ. με στόχο τη γελοιοποίησή του.
[λόγ. < αρχ. ὀνειδίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ονειδίζω· 'νειδίζω.
-
— Πβ. ονειδώ.
- I. Ενεργ.
- 1) Κατηγορώ, μέμφομαι κάπ.· απαγγέλλω κατηγορίες σε κάπ.:
- υπήγαν τους εις τον αμιράν και ονείδιζάν τον, ως είχεν το δίκαιον (Διγ. Άνδρ. 33021· Διγ. Esc. 856)·
- (με δύο αιτιατ., η μία κατηγ.):
- οκνηρόν και ράθυμον πάντα να σ’ ονειδίζω (Διγ. Z 1849· Προδρ. III 111)·
- (εδώ με την πρόθ. ως):
- προς τον Μωυσή γογγύζοντες άρχισαν να λέγουν, ονειδίζοντές τον ως πλάνον και απατεώνα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 35)·
- (με σύστ. αντικ.):
- τις διηγήσεται καταλεπτώς τα όσα με ονείδισαν (Συναδ. φ. 62r)·
- (με ειδική πρόταση):
- μη μ’ ονειδίζεις αύριον ότι κλεψίαν σ’ επήρα (Διγ. Esc. 959).
- 2)
- α) Κρίνω ή σχολιάζω δυσμενώς, επικρίνω, αποδοκιμάζω (κάπ. κατάσταση, συμπεριφορά, κλπ.):
- Θλίψιν τινός και συμφοράν βλέπε μη ονειδίσεις (Σπαν. A 225· Λίμπον. 528), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [267])·
- (με αιτιατ. και με γεν. προσώπου):
- Μηδέ μας τ’ ονειδίσεις, αν δευτερορωτήξoμεν (Απόκοπ. 227)·
- β) δυσανασχετώ για ευεργεσία που κάνω:
- Αν δώσεις τίποτε τινάν, μηδέν τούτ’ ονειδίσεις (Σπαν. B 363).
- α) Κρίνω ή σχολιάζω δυσμενώς, επικρίνω, αποδοκιμάζω (κάπ. κατάσταση, συμπεριφορά, κλπ.):
- 3) Επιπλήττω, μαλώνω κάπ.:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 103)·
- η μάννα τα παιδιά στο σφάλμα τα ονειδίζει (Π. Ν. Διαθ. φ. 335α 13).
- 4)
- α) Κακολογώ, βρίζω κάπ.:
- τι σ’ έποικα και υβρίζεις με, διατί με ονειδίζεις; (Λόγ. παρηγ. O 629· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 416)·
- β) (με αντικ. λ. όπως μοίρα, ριζικό, τύχη) αναθεματίζω, καταριέμαι:
- (Διγ. O 1760), (Θησ. Γ́ [636]), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 90)·
- γ) (αμτβ.) βλασφημώ, χλευάζω:
- κατά της πίστεως ημών τολμηρώς ονειδίζοντες (Καναν. 270).
- α) Κακολογώ, βρίζω κάπ.:
- 5) Συμπεριφέρομαι προσβλητικά, προσβάλλω, θίγω κάπ.:
- Πολλά, κυρά, παρέδειρα νύκτες και μεσημέρια, εμέναν ονειδίσασιν οι εδικοί και ξένοι (Ερωτοπ. 91· Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π 166)·
- (εδώ με είδος σύστ. αντικ.):
- διά που καταστάθηκα, όλοι να μ’ ονειδίζουν τόσα καταφρονέματα (Ριμ. Απολλων. [1537]).
- 6) Περιγελώ, κοροϊδεύω κάπ.:
- έστεκε και ελάλιε (ενν. το 'ρίφι) … πολλά ονείδιζέν τον (ενν. το λύκο) (Αιτωλ., Μύθ. 1384· Διγ. Esc. 231).
- 7) Περιφρονώ, αδιαφορώ για κάπ.:
- Αν λάχει ξένος εις εσέ, βλέπε μην τον 'νειδίσεις (Δεφ., Λόγ. 141· Σαχλ. B́ PM 250).
- 8) Βασανίζω κάπ.:
- αλλ’ έχει ο νους σου διάσταξιν, θέλεις να με ονειδίζεις και κάμνεις με και θλίβομαι (Αχιλλ. L 872).
- 1) Κατηγορώ, μέμφομαι κάπ.· απαγγέλλω κατηγορίες σε κάπ.:
- II. (Μέσ.) ντροπιάζομαι, ρεζιλεύομαι:
- να μην αργήσω σήμερον κατά το ορισμένον, ονειδισθώ εις το γένος μου (Διγ. Z 878).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Περιφρονημένος:
- να σε 'φηγηθώ τά 'γώ ’παθα διά σένα, οδιά αγάπην θλιβερήν, πόθον ονειδισμένον; (Ερωτοπ. 142).
- 2)
- α) Ντροπιασμένος:
- (Ιστ. Βλαχ. 1972)·
- Τι γαρ την θέλεις την ζωήν να είσ’ ονειδισμένος (Κορων., Μπούας 41)·
- β) ατιμασμένος:
- έφυγεν κι επόμεινα … στον κόσμ’ ονειδισμένη (Διγ. O 2334)·
- γ) (συνεκδ.) ατιμωτικός:
- να ζήσεις τιμημένα, χωρίς να εργάζεσαι πλέον ετούτο το έργον το τόσον ονειδισμένον (Μπερτόλδος 61).
- α) Ντροπιασμένος:
- 1) Περιφρονημένος:
[αρχ. ονειδίζω. Τ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ. και ποντ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- ονειδισία η· ονειδισιά.
-
- Περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή:
- τας ονειδισίας, τας ύβρεις και επιβουλάς πώς όλως υπομείνω; (Προδρ. IV 463· Θρ. Κων/π. διάλ. 22).
[<ονειδίζω + κατάλ. ‑σία]
- Περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή:
[Λεξικό Κριαρά]
- ονείδισις η.
-
- Περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή:
- Έρως, μου τας κακώσεις μου … τας ονειδίσεις μου, γνωρίζω, ουκ έλαθέν σε (Λίβ. Sc. 351 χφ).
[<ονειδίζω + κατάλ. ‑σις. Η λ. στον Ησύχ. και στο Somav.]
- Περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή: