Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομόφωνα, επίρρ.
-
- Με μια φωνή· με σύμφωνη γνώμη, ομόφωνα:
- ομόφωνα μεγάλως εβοούσαν (ενν. οι ραμπίνοι) (Μαρκάδ. 491).
[<επίθ. ομόφωνος. Η λ. και σήμ.]
- Με μια φωνή· με σύμφωνη γνώμη, ομόφωνα: