Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομότιμος, επίθ.
-
- (Προκ. για την Αγία Τριάδα) που τα πρόσωπά της επιδέχονται την ίδια τιμή:
- (Αρσ., Κόπ. διατρ. [831]).
[αρχ. επίθ. ομότιμος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για την Αγία Τριάδα) που τα πρόσωπά της επιδέχονται την ίδια τιμή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομότιμος -η -ο [omótimos] Ε5 : ~ καθηγητής, τίτλος που υπό ορισμένες προϋποθέσεις απονέμεται σε καθηγητές ανώτατων σχολών μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία.
[λόγ. < αρχ. ὁμότιμος `με ίση τιμή, ισόβαθμος΄ σημδ. γερμ. Εmeritus]