Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομόνοια η [omónia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : ταυτότητα αντιλήψεων, απόψεων, συναισθημάτων κτλ. στα μέλη μιας ανθρώπινης ομάδας με συνέπεια την ομαλή συμβίωση μεταξύ τους. ANT διχόνοια: Aντρόγυνο που ζει με αγάπη και ~. Πλατεία Ομονοίας, ως ονομασία. ΠAΡ H ~ χτίζει σπίτια κι η διχόνοια τα γκρεμίζει, για τις ωφέλιμες συνέπειες της ομόνοιας και τις καταστροφικές επιπτώσεις της διχόνοιας.
[λόγ. < αρχ. ὁμόνοια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομόνοια η· ομονοία· ομονοιά.
-
- 1) Ομοφροσύνη, σύμπνοια, ενότητα, συμφωνία:
- (Τρωικά 5257)·
- απόρει, ’μόνοιαν στους Χριστιανούς 'πειδή ουδέν εθώρει (Αχέλ. 548).
- 2) Αρμονική σχέση, συνύπαρξη:
- Η αγάπη τους (ενν. των δύο συμπεθέρων) εκόπηκεν, η ομόνοια τήν είχαν (Χρον. Τόκκων 1998· Ιστ. Βλάχ. 119).
- 3) Συμφιλίωση, συνθηκολόγηση:
- να πάψουν οι πολέμοι μας … κι ανάμεσά μας να γενεί ομόνοια, ειρήνη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16324· 5503)·
- φρ. κάνω ομόνοια, βλ. κάμνω Φρ. 81.
[αρχ. ουσ. ομόνοια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ομοφροσύνη, σύμπνοια, ενότητα, συμφωνία:
[Λεξικό Κριαρά]
- ομονοιάζω· μονοιάζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Έρχομαι σε συνεννόηση· συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού (με επόμ. βουλητική πρόταση):
- Ομόνοιασαν οι δύο τους να μάχονται τον δούκα (Χρόν. Τόκκων 2099).
- 2) Συμφιλιώνω:
- οφείλομεν αυτούς ομονοιάσαι (Διάτ. Κυπρ. 50722‑23).
- 3) (Προκ. για κτήματα) ενώνω, ενοποιώ:
- (Διαθ. 17. αι. 437).
- 1) Έρχομαι σε συνεννόηση· συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού (με επόμ. βουλητική πρόταση):
- Β́ Αμτβ.
- 1) Συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού:
- ωσάν εμάθανε οι Μεζηθριώτες πως τους επούλησε (ενν. ο κυρ. Θεόδωρος), εμονοιάσανε … και εκάμανε τον μητροπολίτην τους διά αφέντη (Χρον. σουλτ. 3633· Χρον. Τόκκων 1297).
- 2) Συμφιλιώνομαι, μονοιάζω:
- Ήλθε καιρός των Χριστιανών, Λατίνων και Ρωμαίων, … όλοι να ομονοιάσουσιν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 290· Αχέλ. 531).
- 3) Συνάπτω συμφωνία, συμμαχώ:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 1730)·
- Αυθέντες ευγενέστατοι, της Δύσης μεγιστάνες … όλοι να ομονοιάσετε (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 251)·
- (με την πρόθ. μετά + γεν.):
- (Χρον. Τόκκων 1615).
- 1) Συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ενωμένος, μονοιασμένος:
- α δεν την ήθελε μεράσει (ενν. ο βασιλέας τη βασιλεία του), εστεκέτονε (ενν. οι υιοί του) καλά και ομονοιασμένοι … (Χρον. σουλτ. 5320).
[<ουσ. ομόνοια + κατάλ. ‑άζω. Τ. μονοιάω ποντ. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. (λ. ομωνι‑)]
- Ά Μτβ.
[Λεξικό Κριαρά]
- ομόνοιαση η· 'μόνοιαση.
-
- Συμφιλίωση, μόνοιασμα· ομόνοια, σύμπνοια:
- (Αχέλ. 520).
[<ομονοιάζω + κατάλ. ‑ση]
- Συμφιλίωση, μόνοιασμα· ομόνοια, σύμπνοια: