Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομόλογον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ομόλογον το.
  • Συμφωνητικό· σύμβαση, συνθήκη:
    • (Χρον. Μορ. H 689).

[ουδ. του αρχ. επίθ. ομόλογος ως ουσ. Η λ. σε επιγρ. και σήμ (‑ο) κοιν. και ιδιωμ., όπου και άλλοι τ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες