Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομόζυγος, επίθ.· θηλ. ?ομόζυγα.
-
- (Με το ουσ. γυναίκα) σύζυγος:
- να πάρω την κερά σας … ομόζυγον γυναίκαν (Χρον. Μορ. P 8521).
- Το αρσ. και το θηλ. ως ουσ. = ο και η σύζυγος:
- (Φλώρ. 59)·
- εγκυωμένην … ευρών ομόζυγα την τούτου (Βίος Αλ. 421).
[αρχ. επίθ. ομόζυγος. Το θηλ. ως ουσ. στον Ησύχ. (L‑S Suppl.)]
- (Με το ουσ. γυναίκα) σύζυγος: