Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομφαλοσκοπ%
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομφαλοσκόπηση η [omfaloskópisi] Ο33 : η ενέργεια του ομφαλοσκοπώ. 1. (σπάν.) η ομφαλοσκοπία1. 2. (μτφ.) η επικέντρωση όλου του ενδιαφέροντος ενός ανθρώπου στον εαυτό του με αποτέλεσμα να αδρανεί ή να αδιαφορεί για τον κοινωνικό του περίγυρο.

[λόγ. ομφαλοσκοπη- (ομφαλοσκοπώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομφαλοσκοπία η [omfaloskopía] Ο25 : 1α. μέθοδος με την οποία προσπαθούσαν να φτάσουν σε θρησκευτική έκσταση παρατηρώντας επί μεγάλο χρονικό διάστημα τον ομφαλό τους. β. μαντική μέθοδος που βασίζεται στην παρατήρηση του ομφάλιου λώρου· ομφαλομαντεία. 2. (μτφ.) η ομφαλοσκόπηση2.

[λόγ. ομφαλ(ός) -ο- + -σκοπία μτφρδ. αγγλ. omphalo skepsis < omphalo- < αρχ. ὀμφαλό(ς) + αρχ. σκέψις `κοίταγμα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομφαλοσκόπος ο [omfaloskópos] Ο18 : 1. (σπάν.) αυτός που έκανε ομφαλοσκοπία1. 2. (μτφ.) αυτός που ομφαλοσκοπεί, που επικεντρώνει όλο του το ενδιαφέρον στον εαυτό του με συνέπεια να αδρανεί ή να αδιαφορεί για τον κοινωνικό περίγυρο: Άνθρωπος ακοινώνητος και ~, αδιάφορος ή και εχθρικός για τους άλλους.

[λόγ. ομφαλοσκοπ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομφαλοσκοπώ [omfaloskopó] Ρ10.9α : 1. (σπάν.) κάνω ομφαλοσκοπία1. 2. (μτφ.) επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου στον εαυτό μου με συνέπεια να αδρανώ ή να αδιαφορώ για τον κοινωνικό περίγυρο.

[λόγ. ομφαλοσκόπ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες