Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομπρελάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομπρελάς ο [ombrelás] Ο1 : αυτός που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή πουλάει ομπρέλες.

[ομπρέλ(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες