Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομπρελάδικο το [ombreláδiko] Ο41 : εργαστήριο στο οποίο κατασκευάζονται ή επιδιορθώνονται ομπρέλες, ή κατάστημα που πουλάει ομπρέλες.
[ομπρελ(άς) -άδικο]