Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοφωνώ· μτχ.παρκ. ομοφωνισμένος.
-
- Ά Μτβ.
- α) Συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού (να κάνω κ.):
- (Θησ. (Foll.) I 37)·
- φατρία είναι να συνέλθουν, να ομοφωνήσουν να κάμουν το οδείνα κακόν (Μαλαξός, Νομοκ. 117)·
- β) (με είδος σύστ. αντικ.):
- ομοφώνησαν όλοι μίαν βουλήν (Δωρ. Μον. XXXI).
- α) Συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού (να κάνω κ.):
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη με άλλους:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2859)·
- Οι πάντες ομοφώνησαν και εκατηγορούσαν, του Κρέοντος ωμότητα (Θησ. Β́ [347])·
- (εδώ προκ. για δικαστική απόφαση):
- Περί του εγκλήματος τού έμεινεν διά το ουδέν ομοφωνούσαν οι κριτάδες (Ασσίζ. 9420‑21)·
- β) αποφασίζω ομόφωνα:
- διά πλέον έπαινον ομοφωνούν τα όρνεα και στένουσιν τον σκορδιαλόν εις θρόνον ως αφέντην (Πουλολ. ΑΖ 94).
- α) Συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη με άλλους:
- 2) Κλείνω συμφωνία (ύστερα από διαμάχη):
- οι Γενουβήσοι δεν ομοφωνούσι με τους Βενετζάνους (Χρον. σουλτ. 8726· Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 291).
- 3) Συμμαχώ:
- ο ρήξ Λαδισλάος, ομοφωνήσας μετά τινων ετέρων αυθέντων χριστιανών, έρχεται αύθις κατά του Αμουράτη (Ψευδο-Σφρ. 23022)·
- 4) (Εδώ προκ. για πτηνά) συντονίζω τις κινήσεις μου ώστε να ακούγεται ένας μόνο και δυνατός ήχος των φτερών κατά το πέταγμα:
- (Φυσιολ. (Legr.) 649).
- 1)
[αρχ. ομοφωνώ]
- Ά Μτβ.
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοφώνως, επίρρ.
-
- 1) Με μια φωνή,με ένα στόμα:
- οι συγγενείς, …, ομοφώνως εκραύγαζον (Διγ. Z 1135· Νεκταρ., Ιερακοσμ. Ιστ. 380).
- 2) Με κοινή απόφαση, με πλήρη συμφωνία απόψεων:
- συνόδου γενομένης έκλεξαν όλοι (ενν. οι κληρικοί) ομοφώνως τον σοφότατον κύριν Γεώργιον τον σχολάριον (Ιστ. πατρ. 803).
[μτγν. επίρρ. ομοφώνως. Η λ. και σήμ.]
- 1) Με μια φωνή,με ένα στόμα: