Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοφωνία η [omofonía] Ο25 : 1. ύπαρξη κοινής άποψης, σύμφωνης γνώμης σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους: Πλήρης / απόλυτη ~. Ο ύποπτος προφυλακίστηκε με ~ του ανακριτή και του εισαγγελέα. 2. (μουσ.) η μονοφωνία.
[λόγ. < αρχ. ὁμοφωνία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοφωνία η· ομοφωνιά.
-
- 1) Συντονισμός πολλών ήχων σ’ έναν·
- (εδώ προκ. για ήχο των φτερών) συντονισμός των κινήσεων ώστε να ακούγεται ένας και μόνο δυνατός ήχος κατά το πέταγμα:
- (Φυσιολ. Β 104).
- (εδώ προκ. για ήχο των φτερών) συντονισμός των κινήσεων ώστε να ακούγεται ένας και μόνο δυνατός ήχος κατά το πέταγμα:
- 2) (Μεταφ.) συμφωνία, ομοφροσύνη, ομόνοια:
- να παρακινήσετε στρατάρχας … κι ομοφωνίαν, ομονοιάν να έχουσιν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 901).
- 3) Συμφωνία, συμμαχία:
- την ομοφωνίαν εποίησαν, ίνα ώσι πάντοτε κατά του αμιρά (Ψευδο-Σφρ. 20216).
[αρχ. ουσ. ομοφωνία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Συντονισμός πολλών ήχων σ’ έναν·